Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αγιολόγος οι αγιολόγοι
      γενική του/της αγιολόγου των αγιολόγων
    αιτιατική τον/την αγιολόγο τους/τις αγιολόγους
     κλητική αγιολόγε αγιολόγοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγιολόγος < άγιος + λόγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αγιολόγος αρσενικό

  • εκκλησιαστικός συγγραφέας ο οποίος ασχολείται με βίους αγίων

  Μεταφράσεις επεξεργασία