αγελαδοτροφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγελαδοτροφία < αγελαδοτρόφ(ος) + -ία[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ʝe.la.ðo.tɾoˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γε‐λα‐δο‐τρο‐φί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγελαδοτροφία θηλυκό
- η εκτροφή αγελάδων οι οποίες χρησιμοποιούνται για εκμετάλλευση
- ※ Δραματική μείωση των εκτροφέων και συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής σε λίγες, αλλά εκσυγχρονισμένες μονάδες είναι η εικόνα που παρουσιάζει ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα.
- Η εξωστρέφεια μπορεί να σώσει την ελληνική γαλακτοπαραγωγό αγελαδοτροφία, ypaithros.gr, 8 Απριλίου 2017
- ※ Δραματική μείωση των εκτροφέων και συγκέντρωση του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής σε λίγες, αλλά εκσυγχρονισμένες μονάδες είναι η εικόνα που παρουσιάζει ο κλάδος της γαλακτοπαραγωγού αγελαδοτροφίας στην Ελλάδα.
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγελαδοτροφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία
- αγελαδοτροφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)