↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αγγειοσπασμός οι αγγειοσπασμοί
      γενική του αγγειοσπασμού των αγγειοσπασμών
    αιτιατική τον αγγειοσπασμό τους αγγειοσπασμούς
     κλητική αγγειοσπασμέ αγγειοσπασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειοσπασμός < αγγειο- + σπασμός. → δείτε και τη λέξη αγγειόσπασμος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.o.spaˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ο‐σπα‐σμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειοσπασμός αρσενικό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία