ίωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίωση | οι | ιώσεις |
γενική | της | ίωσης* | των | ιώσεων |
αιτιατική | την | ίωση | τις | ιώσεις |
κλητική | ίωση | ιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίωση < (καθαρεύουσα) ίωσις απόδοση στα ελληνικά του αγγλικού όρου virosis
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίωση θηλυκό