ίνωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ίνωση | οι | ινώσεις |
γενική | της | ίνωσης* | των | ινώσεων |
αιτιατική | την | ίνωση | τις | ινώσεις |
κλητική | ίνωση | ινώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ινώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ίνωση < ίνα + -ωση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fibrose)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαίνωση θηλυκό
- (ιατρική) η υπερπλασία ενός ινώδους ιστού