Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο έμμορφος η έμμορφη το έμμορφο
      γενική του έμμορφου της έμμορφης του έμμορφου
    αιτιατική τον έμμορφο την έμμορφη το έμμορφο
     κλητική έμμορφε έμμορφη έμμορφο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι έμμορφοι οι έμμορφες τα έμμορφα
      γενική των έμμορφων των έμμορφων των έμμορφων
    αιτιατική τους έμμορφους τις έμμορφες τα έμμορφα
     κλητική έμμορφοι έμμορφες έμμορφα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

έμμορφος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

έμμορφος

  • αυτός που έχει μορφοποιηθεί, που έχει σχήμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία