έκτροπο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έκτροπο | τα | έκτροπα |
γενική | του | έκτροπου | των | έκτροπων |
αιτιατική | το | έκτροπο | τα | έκτροπα |
κλητική | έκτροπο | έκτροπα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έκτροπο < ελληνιστική κοινή ἔκτροπο, ουδέτερο του ἔκτροπος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαέκτροπο ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία έκτροπο
|