άσπερμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άσπερμος | η | άσπερμη | το | άσπερμο |
γενική | του | άσπερμου | της | άσπερμης | του | άσπερμου |
αιτιατική | τον | άσπερμο | την | άσπερμη | το | άσπερμο |
κλητική | άσπερμε | άσπερμη | άσπερμο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άσπερμοι | οι | άσπερμες | τα | άσπερμα |
γενική | των | άσπερμων | των | άσπερμων | των | άσπερμων |
αιτιατική | τους | άσπερμους | τις | άσπερμες | τα | άσπερμα |
κλητική | άσπερμοι | άσπερμες | άσπερμα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- άσπερμος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαάσπερμος
- ο χωρίς σπέρμα, άσπορος
Μεταφράσεις
επεξεργασία άσπερμος
|