Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το άρβυλο τα άρβυλα
      γενική του άρβυλου των άρβυλων
    αιτιατική το άρβυλο τα άρβυλα
     κλητική άρβυλο άρβυλα
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

άρβυλο < αρβύλα (θηλυκό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο πληθυντικό «τα άρβυλα» ως πιο αρχαιοπρεπές[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈaɾ.vi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άρ‐βυ‐λο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

άρβυλο ουδέτερο συνήθως στον πληθυντικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία