άντραρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- άντραρος < άντρ(ας) + μεγεθυντικό επίθημα -αρος
Ουσιαστικό επεξεργασία
άντραρος αρσενικό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη άντρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
άντραρος
|
άντραρος αρσενικό
|