• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

άντρακλας

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : αντράκλα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο άντρακλας οι άντρακλες
      γενική του άντρακλα —
    αιτιατική τον άντρακλα τους άντρακλες
     κλητική άντρακλα άντρακλες
όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

άντρακλας < άντρ(ας) + μεγεθυντικό επίθημα -ακλας

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

άντρακλας αρσενικό

  • γεροδεμένος και μεγαλόσωμος άντρας

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • άντραρος (σπάνιο)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αντράκλα
  • → και δείτε τη λέξη άντρας

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    άντρακλας
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=άντρακλας&oldid=4917847"
Τελευταία επεξεργασία στις 12 Δεκεμβρίου 2020, στις 15:38

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 12 Δεκεμβρίου 2020, στις 15:38.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie