άντρακλας
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | άντρακλας | οι | άντρακλες |
γενική | του | άντρακλα | — | |
αιτιατική | τον | άντρακλα | τους | άντρακλες |
κλητική | άντρακλα | άντρακλες | ||
όπως «βαρύμαγκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- άντρακλας < άντρ(ας) + μεγεθυντικό επίθημα -ακλας
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
άντρακλας αρσενικό
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
- άντραρος (σπάνιο)
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
άντρακλας