Ωρολογάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Ωρολογάς < επάγγελμα ωρολογάς (ρολογάς), ενδεχομένως κατά περίπτωση και ως μορφολογικά λόγια, «καθαρισμένη», εκδοχή του παλαιότερου επωνύμου Ρολογάς.[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾo.loˈɣas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ω‐ρο‐λο‐γάς
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΩρολογάς αρσενικό (θηλυκό Ωρολογά)
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Πέτρος Ωρολογάς (1892-1958) στη Βικιπαίδεια , Έλληνας, Βορειοηπειρώτης, δημοσιογράφος και εκδότης εφημερίδων της Θεσσαλογίκης
Μεταγραφές
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ Οι περιπτώσεις αυτές, μπορούν να ενταχθούν στην κατηγορία του ορθογραφικού καθαρισμού που διενεργήθηκε σε πολλά ελληνικά επώνυμα, ώστε να αποκτήσουν μορφή συμβατή με τις μορφολογικές επιταγές της καθαρεύουσας. Βλ. Μανόλης Τριανταφυλλίδης (1938), Νεοελληνική γραμματική. Ιστορική εισαγωγή. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Δημητρίου Δημητράκου, σελ. 111-112.