Ωραιόπουλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ωραιόπουλος | οι | Ωραιόπουλοι & Ωραιοπουλαίοι1 |
γενική | του | Ωραιόπουλου & Ωραιοπούλου |
των | Ωραιόπουλων2 & Ωραιοπουλαίων |
αιτιατική | τον | Ωραιόπουλο | τους | Ωραιόπουλους3 & Ωραιοπουλαίους |
κλητική | Ωραιόπουλε | Ωραιόπουλοι & Ωραιοπουλαίοι | ||
1. Οι δεύτεροι τύποι, προφορικοί, οικείοι. 2. Παρωχημένη γενική πληθυντικού: Ωραιοπούλων 3. Παρωχημένη αιτιατική πληθυντικού: Ωραιοπούλους | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παπαδόπουλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.ɾeˈo.pu.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ω‐ραι‐ό‐που‐λος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΩραιόπουλος αρσενικό (θηλυκό Ωραιοπούλου)