Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Χόχλια οι Χόχλιες
      γενική της Χόχλιας των Χοχλιών
    αιτιατική τη Χόχλια τις Χόχλιες
     κλητική Χόχλια Χόχλιες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Χόχλια < σλαβικής προέλευσης xoxlja[1]• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈxo.xʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χό‐χλια

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Χόχλια θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία