Χρυσούλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xɾiˈsu.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χρυ‐σού‐λα
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Χρυσούλα | οι | Χρυσούλες |
γενική | της | Χρυσούλας | — | |
αιτιατική | τη | Χρυσούλα | τις | Χρυσούλες |
κλητική | Χρυσούλα | Χρυσούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Χρυσούλα < Χρυσ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χρυσούλα θηλυκό
- υποκοριστικό, χαϊδευτικό γυναικείο όνομα
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Χρυσή
Χρυσούλα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Χρυσούλα < γενική ενικού του αρσενικού Χρυσούλας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χρυσούλα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Χρυσούλα αρσενικό