Χασιώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /xaˈsço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Χα‐σιώ‐της
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χασιώτης | οι | Χασιώτες |
γενική | του | Χασιώτη | των | Χασιωτών |
αιτιατική | τον | Χασιώτη | τους | Χασιώτες |
κλητική | Χασιώτη | Χασιώτες | ||
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χασιώτης αρσενικό (θηλυκό Χασιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που είναι κάτοικος της Χασιάς
Συγγενικά επεξεργασία
- Χασιά
- χασιώτικος
- Χασιώτης (επώνυμο)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Χασιώτης
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Χασιώτης | οι | Χασιώτηδες |
γενική | του | Χασιώτη* | των | Χασιώτηδων |
αιτιατική | τον | Χασιώτη | τους | Χασιώτηδες |
κλητική | Χασιώτη | Χασιώτηδες | ||
* Και λόγια γενική ενικού Χασιώτου | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Χασιώτης < πατριδωνυμικό Χασιώτης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Χασιώτης αρσενικό (θηλυκό Χασιώτη ή Χασιώτου)
Μεταγραφές επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]