Δείτε επίσης: Χαροκόπειος, Χαροκόπος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Χαροκόπειο τα Χαροκόπεια
      γενική του Χαροκόπειου
Χαροκοπείου
των Χαροκόπειων
Χαροκοπείων
    αιτιατική το Χαροκόπειο τα Χαροκόπεια
     κλητική Χαροκόπειο Χαροκόπεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαροκόπειο < από το επώνυμο του δωρητή Χαροκόπ(ος) + -ειο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xa.ɾoˈko.pi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Χα‐ρο‐κό‐πει‐ο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χαροκόπειο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία