↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Χαλκιδεύς οἱ Χαλκιδεῖς - Χαλκιδῆς*
      γενική τοῦ Χαλκιδέως τῶν Χαλκιδέων
      δοτική τῷ Χαλκιδεῖ τοῖς Χαλκιδεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Χαλκιδέ τοὺς Χαλκιδέᾱς
     κλητική ! Χαλκιδεῦ Χαλκιδεῖς - Χαλκιδῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Χαλκιδ1 ή Χαλκιδεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Χαλκιδέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαλκιδεύς < Χαλκίς, Χαλκίδ(ος) + -εύς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Χαλκιδεύς αρσενικό

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Χαλκιδεύς αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία