ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Χαιρωνικός Χαιρωνική τὸ Χαιρωνικόν
      γενική τοῦ Χαιρωνικοῦ τῆς Χαιρωνικῆς τοῦ Χαιρωνικοῦ
      δοτική τῷ Χαιρωνικ τῇ Χαιρωνικ τῷ Χαιρωνικ
    αιτιατική τὸν Χαιρωνικόν τὴν Χαιρωνικήν τὸ Χαιρωνικόν
     κλητική ! Χαιρωνικέ Χαιρωνική Χαιρωνικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ Χαιρωνικοί αἱ Χαιρωνικαί τὰ Χαιρωνικᾰ́
      γενική τῶν Χαιρωνικῶν τῶν Χαιρωνικῶν τῶν Χαιρωνικῶν
      δοτική τοῖς Χαιρωνικοῖς ταῖς Χαιρωνικαῖς τοῖς Χαιρωνικοῖς
    αιτιατική τοὺς Χαιρωνικούς τὰς Χαιρωνικᾱ́ς τὰ Χαιρωνικᾰ́
     κλητική ! Χαιρωνικοί Χαιρωνικαί Χαιρωνικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ Χαιρωνικώ τὼ Χαιρωνικᾱ́ τὼ Χαιρωνικώ
      γεν-δοτ τοῖν Χαιρωνικοῖν τοῖν Χαιρωνικαῖν τοῖν Χαιρωνικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Χαιρωνικός < αρχαία ελληνική Χαιρών(εια) + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

Χαιρωνικός, -ή, -όν