Φυλιαδώνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φυλιαδώνα | οι | Φυλιαδώνες |
γενική | της | Φυλιαδώνας | — | |
αιτιατική | τη | Φυλιαδώνα | τις | Φυλιαδώνες |
κλητική | Φυλιαδώνα | Φυλιαδώνες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φυλιαδώνα < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fi.ʎaˈðo.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φυ‐λια‐δώ‐να
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦυλιαδώνα θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασία- Χιλιαδού (πρώην ονομασία)