Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Φραντσέζος οι Φραντσέζοι
      γενική του Φραντσέζου των Φραντσέζων
    αιτιατική τον Φραντσέζο τους Φραντσέζους
     κλητική Φραντσέζε Φραντσέζοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φραντσέζος < Φράντσια + -έζος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fɾanˈt͡se.zos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φραν‐τσέ‐ζος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Φραντσέζος αρσενικό (θηλυκό Φραντσέζα)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ΦραντσέζοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)