Φραντσέζα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φραντσέζα | οι | Φραντσέζες |
γενική | της | Φραντσέζας | — | |
αιτιατική | τη | Φραντσέζα | τις | Φραντσέζες |
κλητική | Φραντσέζα | Φραντσέζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Φραντσέζα < Φραντσέζος + -α (-έζα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
Φραντσέζα θηλυκό
- (εθνικό όνομα), Γαλλίδα, θηλυκό του Φραντσέζος
Μεταφράσεις επεξεργασία
Φραντσέζα
|