Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φαληρεύς οἱ Φαληρεῖς - Φαληρῆς*
      γενική τοῦ Φαληρέως τῶν Φαληρέων
      δοτική τῷ Φαληρεῖ τοῖς Φαληρεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Φαληρέ τοὺς Φαληρέᾱς
     κλητική ! Φαληρεῦ Φαληρεῖς - Φαληρῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φαληρ1 ή Φαληρεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Φαληρέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Φαληρεύς < Φάληρ(ον) + -εύς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Φαληρεύς αρσενικό (θηλυκό Φαληρίς)

  Πηγές επεξεργασία