↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Φαληρίς αἱ Φαληρίδες
      γενική τῆς Φαληρίδος τῶν Φαληρίδων
      δοτική τῇ Φαληρίδ ταῖς Φαληρίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν Φαληρίδ τὰς Φαληρίδᾰς
     κλητική ! Φαληρίς* Φαληρίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Φαληρίδε
γεν-δοτ τοῖν  Φαληρίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Φαληρίς < Φάληρ(ον) + -ίς

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Φαληρίς θηλυκό