Δείτε επίσης: υδρόμυλος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Υδρόμυλος οι Υδρόμυλοι
      γενική του Υδρόμυλου
Υδρομύλου
των Υδρόμυλων
Υδρομύλων
    αιτιατική τον Υδρόμυλο τους Υδρόμυλους
Υδρομύλους
     κλητική Υδρόμυλε Υδρόμυλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Υδρόμυλος < υδρόμυλος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈðɾo.mi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Υ‐δρό‐μυ‐λος

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Υδρόμυλος αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία