Τόρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈto.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τό‐ρης
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τόρης | οι | Τόρηδες |
γενική | του | Τόρη | των | Τόρηδων |
αιτιατική | τον | Τόρη | τους | Τόρηδες |
κλητική | Τόρη | Τόρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- Τόρης < (λόγιο δάνειο) αγγλική Tory + -ς
Ουσιαστικό επεξεργασία
Τόρης αρσενικό
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Τόρης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τόρης αρσενικό
- ανδρικό επώνυμο (θηλυκό Τόρη)
- (χαϊδευτικό) ανδρικό όνομα, ο Νέστορας
- ※ Ο Νέστορας που Τόρη τον φώναζε αυτή (περιοδικό Διαβάζω, Τεύχη 377-380, 1997)
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τόρης
|