τόρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τόρης | οι | τόρηδες |
γενική | του | τόρη | των | τόρηδων |
αιτιατική | τον | τόρη | τους | τόρηδες |
κλητική | τόρη | τόρηδες | ||
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τόρης < (λόγιο δάνειο) αγγλική Tory + -ς
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈto.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τό‐ρης
Ουσιαστικό επεξεργασία
τόρης αρσενικό
- (πολιτική) οπαδός, υποστηρικτής ή βουλευτής του κόμματος των Συντηρητικών του Ηνωμένου Βασιλείου
- ※ φίνος, συμπαθητικός ... μα τόρης, συντηρητικός φανατικός.. (Έλλη Αλεξίου, Για να γίνει μεγάλος: βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1993)