Τσεσμελής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσεσμελής < τουρκική Çeşmeli < Çeşme (Τσεσμέ)• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡se.zmeˈlis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐σμε‐λής
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσεσμελής αρσενικό (θηλυκό Τσεσμελή)