Τσεσμελή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τσεσμελή < γενική ενικού του αρσενικού Τσεσμελής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /t͡se.zmeˈli/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσε‐σμε‐λή
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τσεσμελή θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Τσεσμελή αρσενικό