Τσέλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τσέλιος | οι | Τσέλιοι |
γενική | του | Τσέλιου | των | Τσέλιων |
αιτιατική | τον | Τσέλιο | τους | Τσέλιους |
κλητική | Τσέλιο | Τσέλιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τσέλιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈt͡se.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσέ‐λιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤσέλιος αρσενικό (θηλυκό Τσέλιου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαΤσέλιος αρσενικό
- (παρωχημένο) ανδρικό όνομα
- ※ [δημοτικό] Του Τσέλιου, Τραγώδια των νεωτέρων Ελλήνων, συλλεχθέντα και μεταφρασθέντα εις τα Γερμανικά και εξηγηθέντα για σημειώσεων υπό Καρόλου Θεοδώρου Κίνδ, 1827, σελ. 14 @books.google
- Κ' ο Τιλχαβέζος φώναξεν από το μετερίζι :
«Έκβα , Τσέλιε μ', προσκύνησε, προσκύνα τον Βεζύρην»
Τσέλιος τ' απελογήθηκεν από το μετερίζι :
«Όσον 'ν' ο Τσέλιος ζωντανός, πασάν δεν προσκυνάει,
Πασάν 'χει Τσέλιος το σπαθί, Βεζύρην το τουφέκι»