Τζέλιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τζέλιος | οι | Τζέλιοι |
γενική | του | Τζέλιου | των | Τζέλιων |
αιτιατική | τον | Τζέλιο | τους | Τζέλιους |
κλητική | Τζέλιο | Τζέλιοι | ||
Προφέρεται ως παροξύτονο με συνίζηση στην κατάληξη. | ||||
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Τσέλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τζέλιος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈd͡ze.ʎos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζέ‐λιος
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΤζέλιος αρσενικό (θηλυκό Τζέλιου)
Μεταγραφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Ντίνας, Κ. 1995. Kοζανίτικα επώνυμα (1759-1916). Kοζάνη: Iνστιτούτο Bιβλίου και Aνάγνωσης (Yπουργείο Πολιτισμού-Δήμος Kοζάνης) [1]