Δείτε επίσης: τρούμπα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τρούμπα οι Τρούμπες
      γενική της Τρούμπας των (Τρουμπών)
    αιτιατική την Τρούμπα τις Τρούμπες
     κλητική Τρούμπα Τρούμπες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τρούμπα < τρούμπα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾum.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρού‐μπα

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρούμπα θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία