Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /tɾiˈse.vʝe.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τρι‐σεύ‐γε‐νη

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τρισεύγενη οι Τρισεύγενες
      γενική της Τρισεύγενης
    αιτιατική την Τρισεύγενη τις Τρισεύγενες
     κλητική Τρισεύγενη Τρισεύγενες
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Τρισεύγενη < τρις + ευγενική η τρεις φορές ευγενική

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρισεύγενη θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Τρισεύγενη < γενική ενικού του αρσενικού Τρισεύγενης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τρισεύγενη θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία

Τρισεύγενη αρσενικό