Τρισεύγενη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /tɾiˈse.vʝe.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τρι‐σεύ‐γε‐νη
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τρισεύγενη θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Τρισεύγενη
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Τρισεύγενη < γενική ενικού του αρσενικού Τρισεύγενης
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τρισεύγενη θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Τρισεύγενη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Τρισεύγενης