Δείτε επίσης: Τρούμπα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Τούμπα οι Τούμπες
      γενική της Τούμπας
    αιτιατική την Τούμπα τις Τούμπες
     κλητική Τούμπα Τούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Τούμπα < → δείτε τη λέξη τούμπα

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τούμπα θηλυκό

  1. (ιστορία) περιοχή στην παλιά ελληνική συνοικία Ταταύλα (σημερινό Κουρτουλούς) της Κωνσταντινούπολης
    ※  Τα Ταταύλα είναι χτισμένα πάνω σε λόφο, και στην κορφή του λόφου είναι η Τούμπα. Πάνω στην Τούμπα […] είναι δυο μεγάλα κέντρα: η Ακρόπολις και το Αραράτ. Καλοκαιρικά καφενεία, όπου μαζεύονται οι Ταταυλιανοί ν' ακούσουνε τους κανταδόρους να τραγουδούν τα τραγούδια της εποχής (Μαρία Ιορδανίδου, Λωξάντρα (Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 301990, ISBN 960-05-0138-6), σ. 38)
  2. προσφυγική συνοικία της Θεσσαλονίκης
  3. το γήπεδο ποδοσφαίρου της ομάδας ΠΑΟΚ που βρίσκεται στην ομώνυμη συνοικία της Θεσσαλονίκης
  4. ονομασία οικισμών της Ελλάδας

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Τούμπα θηλυκό

Μεταγραφές

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος

επεξεργασία

Τούμπα αρσενικό