Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Τοσίτσειο τα Τοσίτσεια
      γενική του Τοσίτσειου
Τοσιτσείου
των Τοσίτσειων
Τοσιτσείων
    αιτιατική το Τοσίτσειο τα Τοσίτσεια
     κλητική Τοσίτσειο Τοσίτσεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Τοσίτσειο < από το επώνυμο του δωρητή Τοσίτσ(ας) + -ειο

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /toˈsi.t͡si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Το‐σί‐τσει‐ο

  Κύριο όνομαΕπεξεργασία

Τοσίτσειο ουδέτερο

  • (επωνυμία) ονομασία σχολείου στην Αθήνα
    ※ Το 1858, χτίζεται στην οδό Σταδίου και Αρσακείου το Τοσίτσειο Παρθεναγωγείο, ενώ τον Αύγουστο του 1859 κατατίθεται από τη βασίλισσα Αμαλία ο θεμέλιος λίθος του νέου κτιρίου της Βουλής, στη γωνία της Σταδίου με την Κολοκοτρώνη. (Διονύσιος Ηλιόπουλος, Εν Αθήναις: κάποτε, (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2000), σελ. 170)

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία