Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τοσίτσας οι Τοσίτσες
Τοσίτσηδες
Τοσιτσαίοι
      γενική του Τοσίτσα των
Τοσίτσηδων
Τοσιτσαίων
    αιτιατική τον Τοσίτσα τους Τοσίτσες
Τοσίτσηδες
Τοσιτσαίους
     κλητική Τοσίτσα Τοσίτσες
Τοσίτσηδες
Τοσιτσαίοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Δούκας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τοσίτσας < λείπει η ετυμολογία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /toˈsi.t͡sas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Το‐σί‐τσας

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τοσίτσας αρσενικό (θηλυκό Τοσίτσα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία