Δείτε επίσης: τζιτζιφιώτης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τζιτζιφιώτης οι Τζιτζιφιώτες
      γενική του Τζιτζιφιώτη των Τζιτζιφιωτών
    αιτιατική τον Τζιτζιφιώτη τους Τζιτζιφιώτες
     κλητική Τζιτζιφιώτη Τζιτζιφιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τζιτζιφιώτης < Τζιτζιφ(ιές) + -ιώτης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /d͡zi.d͡ziˈfço.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Τζι‐τζι‐φιώ‐της

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Τζιτζιφιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζιτζιφιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία