Τζιτζιφιώτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- Τζιτζιφιώτης < Τζιτζιφ(ιές) + -ιώτης
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /d͡zi.d͡ziˈfço.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζι‐τζι‐φιώ‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΤζιτζιφιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζιτζιφιώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατοικεί ή κατάγεται από τις Τζιτζιφιές
- ※ «Απ’ αυτό το μαγαζί πέρασαν όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής: ο Παπαϊωάννου, ο οποίος ήταν Τζιτζιφιώτης, φίλος του πατέρα μου, ο Τσιτσάνης, ο Ζαμπέτας, ο Βαμβακάρης, ο Μητσάκης, ο Τσαουσάκης, Τζιτζιφιώτης κι αυτός, η Μαρίκα Νίνου, η Μπέλλου, η Ρόζα, η Σακελλαρίου σε πολύ μικρή ηλικία, και άλλα μεγάλα τότε ονόματα.» (Στο Φαληρικόν στις Τζιτζιφιές άνθισε το λαϊκό τραγούδι, nou-pou.gr, 3 Μαΐου 2017)
Συγγενικά
επεξεργασία- τζιτζιφιώτης
- τζιτζιφιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Τζιτζιφιές
Μεταφράσεις
επεξεργασία Τζιτζιφιώτης
|