Δείτε επίσης: τζιτζιφιώτης
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τζιτζιφιώτης οι Τζιτζιφιώτες
      γενική του Τζιτζιφιώτη των Τζιτζιφιωτών
    αιτιατική τον Τζιτζιφιώτη τους Τζιτζιφιώτες
     κλητική Τζιτζιφιώτη Τζιτζιφιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
Τζιτζιφιώτης < Τζιτζιφ(ιές) + -ιώτης

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Τζιτζιφιώτης αρσενικό (θηλυκό Τζιτζιφιώτισσα)

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία