Τζιτζιφιώτισσα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τζιτζιφιώτισσα < Τζιτζιφιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /d͡zi.d͡ziˈfço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τζι‐τζι‐φιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τζιτζιφιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Τζιτζιφιώτης
- ※ Μικρή μου Τζιτζιφιώτισσα, μελαχροινό / πες μου πως με λατρεύεις / και γιάτρεψέ μου την καρδιά, μελαχροινό / και πια μη με παιδεύεις. (Τζιτζιφιώτισσα, στίχοι/μουσική: Ευάγγελος Γρυπάρης, εκτέλεση: Νίκος Θεοδοσίου, Γιάννης Σκλιάμης, 1939)
Συγγενικά επεξεργασία
- Τζιτζιφιώτης, τζιτζιφιώτης
- τζιτζιφιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Τζιτζιφιές
Μεταφράσεις επεξεργασία
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Τζιτζιφιώτης
Τζιτζιφιώτισσα
|