Τεύτονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τεύτονας | οι | Τεύτονες |
γενική | του | Τεύτονα | των | Τευτόνων |
αιτιατική | τον | Τεύτονα | τους | Τεύτονες |
κλητική | Τεύτονα | Τεύτονες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Τεύτονας < αρχαία ελληνική Τεύτων < πρωτογερμανική *þeudō (λαός) (πβ. γερμανική: deutsch)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαΤεύτονας αρσενικό
- (ιστορία) μέλος των Τευτόνων, μια γερμανική φυλή που καταγόταν από τη Γιουτλάνδη
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- Τεύτονες στη Βικιπαίδεια