deutsch
Γερμανικά (de)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
deutsch < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική diutisch < παλαιά άνω γερμανική diutisc (λαϊκός) < πρωτογερμανική *þiudiskaz < *þeudō (λαός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tewtéh₂
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
deutsch (de)