Deutsch
Γερμανικά (de)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- Deutsch < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου deutsch (γερμανικός)
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Deutsch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (γλώσσα) τα γερμανικά, η γερμανική γλώσσα
- Entschuldigung, sprechen Sie Deutsch?
- Με συγχωρείτε, μιλάτε γερμανικά;
- Entschuldigung, sprechen Sie Deutsch?
- (εκπαίδευση) τα γερμανικά, ως σχολικό μάθημα
- Morgen schreiben wir einen Test in Deutsch.
- Αύριο γράφουμε ένα τεστ στα γερμανικά.
- ≈ συνώνυμα: Deutschunterricht
- Morgen schreiben wir einen Test in Deutsch.