Δείτε επίσης: deutsch

Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

Deutsch < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου deutsch (γερμανικός)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /dɔɪ̯t͡ʃ/
 
 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

Deutsch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  1. (γλώσσα) τα γερμανικά, η γερμανική γλώσσα
    Entschuldigung, sprechen Sie Deutsch?
    Με συγχωρείτε, μιλάτε γερμανικά;
  2. (εκπαίδευση) τα γερμανικά, ως σχολικό μάθημα
    Morgen schreiben wir einen Test in Deutsch.
    Αύριο γράφουμε ένα τεστ στα γερμανικά.
     συνώνυμα: Deutschunterricht

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣύνθεταΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • Deutsch στη γερμανική Βικιπαίδεια