Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τεύτων < ενικός αριθμός -ων < ελληνιστική κοινή Τεύτονες (πληθυντικός)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Τεύτων αρσενικό