Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Τετέλης οι Τετέληδες
      γενική του Τετέλη των Τετέληδων
    αιτιατική τον Τετέλη τους Τετέληδες
     κλητική Τετέλη Τετέληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τετέλης < χαϊδευτικό όνομα Τέλης με επανάληψη της πρώτης συλλαβής για παρήχηση[1] < Αριστοτέλης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τετέλης αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία