Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ζακυνθινός οι Ζακυνθινοί
      γενική του Ζακυνθινού των Ζακυνθινών
    αιτιατική τον Ζακυνθινό τους Ζακυνθινούς
     κλητική Ζακυνθινέ Ζακυνθινοί
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Σολωμός - κλίση: ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /za.cin.θiˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ζα‐κυν‐θι‐νός

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

Ζακυνθινός < Ζάκυνθ(ος) + -ινός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

Ζακυνθινός αρσενικό, θηλυκό Ζακυνθινή, ή Ζακυνθινιά

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

Ζακυνθινός < πατριδωνυμικό Ζακυνθινός

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ζακυνθινός αρσενικό (θηλυκό Ζακυνθινού)

Μεταγραφές επεξεργασία