Τανζανός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Τανζανός | οι | Τανζανοί |
γενική | του | Τανζανού | των | Τανζανών |
αιτιατική | τον | Τανζανό | τους | Τανζανούς |
κλητική | Τανζανέ | Τανζανοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Τανζανός < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα επεξεργασία
Τανζανός αρσενικό (θηλυκό Τανζανή)
- (εθνικό όνομα) αυτός που κατάγεται από την Τανζανία ή έχει τανζανική υπηκοότητα