Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Τάναϊς οἱ Τανάϊδες
      γενική τοῦ Τανάϊδος τῶν Ταναΐδων
      δοτική τῷ Τανάϊδ τοῖς Τανάϊσ(ν)
    αιτιατική τὸν Τάναϊν
Τανάϊδα
τοὺς Τανάϊδᾰς
     κλητική ! Τάναϊ Τανάϊδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Τανάϊδε
γεν-δοτ τοῖν  Ταναΐδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Τάναϊς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰenh₂- (ρέω)

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Τάναϊς αρσενικό

  1. ποταμός της Ευρώπης, ο σημερινός Ντον
  2. ανδρικό όνομα

  Αναφορές επεξεργασία