Σχοινοδαύλεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σχοινοδαύλεια | οι | Σχοινοδαύλειες |
γενική | της | Σχοινοδαύλειας | των | Σχοινοδαυλειών |
αιτιατική | τη | Σχοινοδαύλεια | τις | Σχοινοδαύλειες |
κλητική | Σχοινοδαύλεια | Σχοινοδαύλειες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- Σχοινοδαύλεια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /sçi.noˈða.vli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σχοι‐νο‐δαύ‐λει‐α
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σχοινοδαύλεια θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σχοινοδαύλεια