Σφίγγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
- Σφίγγα < αρχαία ελληνική Σφίγξ στην αιτιατική Σφίγγα
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σφίγγα θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) φτερωτό τέρας της αρχαίας μυθολογίας με ουρά φιδιού, σώμα λιονταριού και κεφάλι γυναίκας
- → δείτε και τη λέξη σφίγγα
Μεταφράσεις επεξεργασία
Σφίγγα
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Σφίγγα < γενική ενικού του αρσενικού Σφίγγας
Κύριο όνομα επεξεργασία
Σφίγγα θηλυκό άκλιτο
Μεταγραφές επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Σφίγγα αρσενικό
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος επεξεργασία
Σφίγγα θηλυκό