Συμιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Συμιακός | οι | Συμιακοί |
γενική | του | Συμιακού | των | Συμιακών |
αιτιατική | τον | Συμιακό | τους | Συμιακούς |
κλητική | Συμιακέ | Συμιακοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
Συμιακός αρσενικό (θηλυκό Συμιακιά)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος ή αυτός που κατάγεται από τη Σύμη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη Σύμη
Μεταφράσεις επεξεργασία
Συμιακός
|
Ετυμολογία 2 επεξεργασία
- Συμιακός < πατριδωνυμικό Συμιακός
Κύριο όνομα επεξεργασία
Συμιακός αρσενικό (θηλυκό Συμιακού)