Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siˈco.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Συ‐κιώ‐της

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Συκιώτης οι Συκιώτες
      γενική του Συκιώτη των Συκιωτών
    αιτιατική τον Συκιώτη τους Συκιώτες
     κλητική Συκιώτη Συκιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συκιώτης < Συκ(ιά) ή Συκ(ιές) + -ιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Συκιώτης αρσενικό (θηλυκό Συκιώτισσα)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Συκιώτης οι Συκιώτηδες
      γενική του Συκιώτη* των Συκιώτηδων
    αιτιατική τον Συκιώτη τους Συκιώτηδες
     κλητική Συκιώτη Συκιώτηδες
 * Και λόγια γενική ενικού Συκιώτου
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Αγγελίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Συκιώτης < πατριδωνυμικό Συκιώτης

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Συκιώτης αρσενικό (θηλυκό Συκιώτη ή Συκιώτου)

Συγγενικά επεξεργασία

Μεταγραφές επεξεργασία